ποζιτρόνιο

ποζιτρόνιο
(ή ποζιτόνιο ή θετικό ηλεκτρόνιο). Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα και φορτίο ίσο (αλλά αντίθετου σημείου) προς το ηλεκτρόνιο, του οποίου είναι το αντισωμάτιο. Το σωμάτιο αυτό το προέβλεψε θεωρητικά (1930) ο Πολ Ντιράκ και το ανακάλυψε (1932) ο Καρλ Ντέιβιντ Άντερσον, ο οποίος απόδειξε πειραματικά την ύπαρξή του. Όταν συναντηθούν ένα θετικό και ένα αρνητικό ηλεκτρόνιο, καταστρέφονται αμοιβαία δημιουργώντας ένα ή περισσότερα φωτόνια που κληρονομούν τις ενέργειες τους. Για το λόγο αυτό, τα π. έχουν βραχύτατη ζωή μέσα στην ύλη, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλου αριθμού ηλεκτρονίων. Είναι επίσης γνωστό το αντίστροφο φαινόμενο, κατά το οποίο ένα φωτόνιο με επαρκή ενέργεια μπορεί να δημιουργήσει ένα ζεύγος ηλεκτρονίων (ένα αρνητικό και ένα θετικό).
* * *
το, Ν
φυσ. υποατομικό σωματίδιο τής κατηγορίας τών λεπτονίων, το αντισωματίδιο τού ηλεκτρονίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. positron < φρ. positive electron].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντισωμάτιο — Όρος με τον οποίο προσδιορίζεται στην πυρηνική φυσική ένα στοιχειώδες σωμάτιο που έχει ιδιότητες αντίθετες από τις ιδιότητες ενός καθορισμένου ατομικού σωματίου. Ένα α. είναι ένα είδος κατοπτρικής εικόνας ενός σωματίου: όταν ένα σωμάτιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

  • νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Καρλ Ντέιβιντ — (Carl David Anderson, Νέα Υόρκη 1905 – 1991). Αμερικανός φυσικός. Πήρε το δίπλωμά του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια, στο οποίο το 1939 έγινε καθηγητής της φυσικής. Συνεργάτης του Ρόμπερτ Άντριους Μίλικαν, ασχολήθηκε ειδικά με τη… …   Dictionary of Greek

  • βήτα διάσπαση — Η αυθόρμητη μετουσίωση ενός πυρήνα σε έναν από τους ισοβαρείς γειτονικούς του με ταυτόχρονη εκπομπή ενός ηλεκτρονίου ή ποζιτρονίου. Ο νέος πυρήνας που δημιουργείται έχει πάντα τον ίδιο μαζικό αριθμό με τον αρχικό, αλλά διαφέρει στον ατομικό… …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • νέγκατρον — και νεγκατρόνιο, το 1. ξενόγλωσσος όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται το σύνηθες ηλεκτρόνιο που φέρει αρνητικό φορτίο, σε αντίθεση με το θετικό ηλεκτρόνιο, ή, αλλ., ποζιτρόνιο 2. (ηλεκτρ.) θερμιονική λυχνία κενού με τέσσερα ηλεκτρόδια η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • ποζιτρόνιουμ — το, Ν φυσ. σύστημα ατομικού τύπου, εξαιρετικά βραχύβιο, που αποτελείται από ένα ηλεκτρόνιο και ένα ποζιτρόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pozitronium < αγγλ. positron + ium] …   Dictionary of Greek

  • φωτόνιο — Στοιχειώδες συστατικό της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, το οποίο έχει σωματιδιακές ιδιότητες, κινείται (στο κενό) με την ταχύτητα του φωτός (300.000 χλμ. /δευτ.) και είναι εφοδιασμένο με μια ποσότητα ενέργειας (κβάντο) ίση προς hv, όπου h η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”