αντισωμάτιο — Όρος με τον οποίο προσδιορίζεται στην πυρηνική φυσική ένα στοιχειώδες σωμάτιο που έχει ιδιότητες αντίθετες από τις ιδιότητες ενός καθορισμένου ατομικού σωματίου. Ένα α. είναι ένα είδος κατοπτρικής εικόνας ενός σωματίου: όταν ένα σωμάτιο και το… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… … Dictionary of Greek
νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
Άντερσον, Καρλ Ντέιβιντ — (Carl David Anderson, Νέα Υόρκη 1905 – 1991). Αμερικανός φυσικός. Πήρε το δίπλωμά του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια, στο οποίο το 1939 έγινε καθηγητής της φυσικής. Συνεργάτης του Ρόμπερτ Άντριους Μίλικαν, ασχολήθηκε ειδικά με τη… … Dictionary of Greek
βήτα διάσπαση — Η αυθόρμητη μετουσίωση ενός πυρήνα σε έναν από τους ισοβαρείς γειτονικούς του με ταυτόχρονη εκπομπή ενός ηλεκτρονίου ή ποζιτρονίου. Ο νέος πυρήνας που δημιουργείται έχει πάντα τον ίδιο μαζικό αριθμό με τον αρχικό, αλλά διαφέρει στον ατομικό… … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek
νέγκατρον — και νεγκατρόνιο, το 1. ξενόγλωσσος όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται το σύνηθες ηλεκτρόνιο που φέρει αρνητικό φορτίο, σε αντίθεση με το θετικό ηλεκτρόνιο, ή, αλλ., ποζιτρόνιο 2. (ηλεκτρ.) θερμιονική λυχνία κενού με τέσσερα ηλεκτρόδια η οποία έχει… … Dictionary of Greek
ποζιτρόνιουμ — το, Ν φυσ. σύστημα ατομικού τύπου, εξαιρετικά βραχύβιο, που αποτελείται από ένα ηλεκτρόνιο και ένα ποζιτρόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pozitronium < αγγλ. positron + ium] … Dictionary of Greek
φωτόνιο — Στοιχειώδες συστατικό της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, το οποίο έχει σωματιδιακές ιδιότητες, κινείται (στο κενό) με την ταχύτητα του φωτός (300.000 χλμ. /δευτ.) και είναι εφοδιασμένο με μια ποσότητα ενέργειας (κβάντο) ίση προς hv, όπου h η… … Dictionary of Greek